- γειτόνεμα
- τοτο να είναι κανείς γείτονας με κάποιον: Το γειτόνεμά τους οδήγησε σε πολλούς καβγάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γειτόνεμα — το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) [γειτονώ] 1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον 2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου») … Dictionary of Greek
γειτνίαση — η (AM γειτνίασις) [γειτνιώ] 1. το γειτόνεμα, το να είναι κάτι κοντά με κάτι άλλο 2. γειτονιά, περιοχή 3. η ομοιότητα … Dictionary of Greek
γειτονιά — η (AM γειτονία) [γείτων] η κοντινή περιοχή γύρω από το σπίτι ή τον τόπο εργασίας κάποιου μσν. νεοελλ. περιοχή, συνοικία πόλης νεοελλ. 1. γειτνίαση, γειτόνεμα 2. οι γείτονες … Dictionary of Greek
γειτόνημα — το (AM) βλ. γειτόνεμα … Dictionary of Greek
γειτνίαση — η το γειτόνεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)